Ήταν σύντομα χρόνια. Σύντομη ζωή. Έτσι την έζησα εγώ. Γνωρίζοντας τη γιαγιά μου στην ηλικία των 50 ετών, ένιωσα πως τα χρόνια της ήταν λίγα. Λίγα και γεμάτα μέλι. Με αγκαλιές, φιλιά, τραγούδια και γέλια. Και όμως, τα χρόνια της δεν ήταν μόνο αυτό που έζησα. Εκείνη, βίωσε πολέμους, πείνα, θάνατο και ξεριζωμό. Τα μαλλιά της άσπρισαν γρήγορα. Και τα “λευκά” χρόνια, κράτησαν για εκείνη μια ζωή.
Μια ζωή που μου την αφηγήθηκε σαν παραμύθι. Ένα παραμύθι δύσκολο, σκοτεινό. Μία ιστορία που πάντα την διηγιόταν, με δάκρυα στα γαλανά της μάτια. Ήταν οι ώρες που θυμόταν τη μητέρα της, που την έκαψαν οι Γερμανοί, τον πατέρα της τον Μακεδονομάχο, τον άνδρα της, που έχασε από την “κακιά αρρώστια” όπως έλεγε. Εκείνες τις ώρες, τα λευκά της χρόνια φάνταζαν πιο φωτεινά, πιο άσπρα. Και ο πόνος που έβγαζαν τα μάτια της, μεταμορφώνονταν σε αγάπη και τρυφερότητα για τα παιδιά και τα εγγόνια της.