Δεν τα έχω βιώσει ακόμα. Είναι σχετικά, νωρίς. Διανύοντας τη μέση περίοδο της ζωής μου, τα χρόνια της τρίτης ηλικίας φαίνονται μακριά αλλά συνάμα, πολύ κοντά.
Δεν τα έχω βιώσει. Τα έχω όμως ζήσει στο πρόσωπο της αγαπημένης μου γιαγιάς, στα μάτια των περαστικών και τα τελευταία χρόνια, στο πρόσωπο της μητέρας μου που ανήκει πια, σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα.

Τα έχω ζήσει όμορφα μέσα από τη γιαγιά Βαγγελή. Η μητέρα της μητέρας μου, ήταν εκεί στις περισσότερες, πρώτες φάσεις της ζωής μου. Με τάισε, με ταχτάρισε, με βοήθησε με τα μαθήματα του σχολείου, με μάλωσε, μου έμαθε τραγούδια της πατρίδας της και την ιστορία της οικογένειας της. Αργότερα, όταν μπήκα στην εφηβεία και βλέποντας την, κατάλαβα πώς είναι να ανήκεις κάπου με σεβασμό και αξιοπρέπεια. Και όταν ενηλικιώθηκα ξεκίνησε η αντιστροφή των ρόλων. Η εγγονή έγινε προστάτιδα, κάποιες φορές παρέα, άλλες γονιός και άλλες φίλη. Το τέλος της δεν είχε τίποτα το ασυνήθιστο. Έφυγε σε μεγάλη ηλικία, με αρκετά προβλήματα υγείας και έμενα να διαβάζω προσευχές στο νεκρικό κρεβάτι, όπως ήταν η επιθυμία της.

Ήταν σύντομα χρόνια. Σύντομη ζωή. Έτσι την έζησα εγώ. Γνωρίζοντας τη γιαγιά μου στην ηλικία των 50 ετών, ένιωσα πως τα χρόνια της ήταν λίγα. Λίγα και γεμάτα μέλι. Με αγκαλιές, φιλιά, τραγούδια και γέλια. Και όμως, τα χρόνια της δεν ήταν μόνο αυτό που έζησα. Εκείνη, βίωσε πολέμους, πείνα, θάνατο και ξεριζωμό. Τα μαλλιά της άσπρισαν γρήγορα. Και τα “λευκά” χρόνια, κράτησαν για εκείνη μια ζωή.
Μια ζωή που μου την αφηγήθηκε σαν παραμύθι. Ένα παραμύθι δύσκολο, σκοτεινό. Μία ιστορία που πάντα την διηγιόταν, με δάκρυα στα γαλανά της μάτια. Ήταν οι ώρες που θυμόταν τη μητέρα της, που την έκαψαν οι Γερμανοί, τον πατέρα της τον Μακεδονομάχο, τον άνδρα της, που έχασε από την “κακιά αρρώστια” όπως έλεγε. Εκείνες τις ώρες, τα λευκά της χρόνια φάνταζαν πιο φωτεινά, πιο άσπρα. Και ο πόνος που έβγαζαν τα μάτια της, μεταμορφώνονταν σε αγάπη και τρυφερότητα για τα παιδιά και τα εγγόνια της.

Έτσι έζησα τα λευκά χρόνια. Έτσι τα θυμάμαι. Για αυτό και κάθε φορά που συναντώ έναν ηλικιωμένο με τα ίδια μάτια, τα ξαναζώ. Τα ζω και ζητώ να τα απαθανατίσω. Σε φωτογραφίες και λήψεις που μου χαρίζουν αυτά τα χρόνια, τα λευκά.
Τα ζω, στο αυστηρό πρόσωπο της γιαγιάς Βαγγελής, στο πορτρέτο που της έκανα όταν σπούδαζα. Στη λεβέντικη μορφή του κύριου Μανώλη, στο καφενείο του Φορλίδα. Στο καρτερικό πρόσωπο της γιαγιάς, στο εκκλησάκι του Πηλίου και στο μοναχικό βλέμμα της ηλικιωμένης κυρίας, κάπου στην πόλη.

Έτσι τα έζησα, τα ζω και τα μοιράζομαι μαζί σου. Για να θυμηθώ τη γιαγιά μου και να ζωντανέψω το πρόσωπο της, που τόσο έχω επιθυμήσει. Τα βλέπω, τα φωτογραφίζω και εύχομαι να φθάσω τούτα τα χρόνια, τα λευκά και να είναι τόσο γλυκά όσο τα έζησα μαζί της.