Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα χριστουγεννιάτικο δεντράκι διακόσμησης. Ήταν απλό, ξύλινο, χωρίς στολίδια, φωτάκια και χρώματα. Κατοικούσε, χρόνια ολόκληρα, μέσα σε ένα σφραγισμένο χαρτοκιβώτιο. Ξεχασμένο, μαζί με άλλα παλιά στολίδια, ονειρευόταν τη στιγμή που θα έβγαινε από το κουτί και θα έκανε ένα μακρινό ταξίδι.
Ονειρευόταν, πως κάποια γιορτινή ημέρα θα ήταν και αυτό σημαντικό, σπουδαίο. Ικανό, να πρωταγωνιστήσει στις αισθητικές επιλογές της οικοδέσποινας. Να κάτσει δίπλα σε ράφια με υπέροχα βιβλία, να ξαποστάσει δίπλα σε φωτιστικά και να κλέψει την παράσταση.

Τα χρόνια κυλούσαν και το χαρτοκιβώτιο παρέμενε ερμητικά κλειστό. Το ξύλινο δεντράκι περίμενε μέσα στη σιωπή της εγκατάλειψης. Όμως δεν το έβαζε κάτω. Περίμενε και ήλπιζε. Έβλεπε το σκοτάδι και ταξίδευε νοερά σε μέρη μαγικά, γεμάτα χρώματα και στολίδια.
Μέχρι που κάποια Χριστούγεννα, το κουτί άνοιξε. Το φως ξεχύθηκε στα βάθη του και η ξύλινη καρδιά του μικρού δέντρου, φτερούγισε. Έβαλε όση δύναμη είχε και κουνώντας τα χοντρά κλαδιά του, προσπάθησε να βγει στην επιφάνεια. Μετά από αρκετή προσπάθεια, κατάφερε να φθάσει στην κορυφή του σωρού των παλιών στολιδιών. Μάταια κοιτούσε με αυτοπεποίθηση την οικοδέσποινα. Εκείνη, ανακάτεψε με γρήγορες κινήσεις το περιεχόμενο του κουτιού και απογοητευμένη, αποπειράθηκε να κλείσει το χαρτοκιβώτιο.

Όμως κάτι την εμπόδιζε. Κάτι, βρίσκονταν πάνω από όλα τα στολίδια και δεν άφηνε το καπάκι να κλείσει. Η οικοδέσποινα, φανερά ενοχλημένη, άνοιξε το κουτί να δει τι έφταιγε. Ξάφνου, το είδε μπροστά της. Το μικρό, ασήμαντο δεντράκι βρίσκονταν εκεί να της θυμίσει την απλότητα. Τη δύναμη του μινιμαλισμού και την υψηλή αισθητική του. Το κοίταξε και αναρωτήθηκε: “Καλά, πως δεν το είχα δει τόσο καιρό; Πως το είχα ξεχάσει;”
Ενθουσιασμένη, έβγαλε το δεντράκι από το σκοτάδι και ξεκίνησε να το μεταφέρει από δωμάτιο σε δωμάτιο, ψάχνοντας για την ιδανική θέση διακόσμησης του.

Αρχικά, το πήγε στο υπνοδωμάτιο. Μελέτησε όλα τα έπιπλα και τις γωνίες του και τελικά, το ακούμπησε πάνω σε ένα σκαλιστό, βοηθητικό τραπέζι. Δίπλα στο ψάθινο, μικρό καλάθι και το λιλιπούτειοβαζάκι,το ξύλινο δέντρο στέκονταν περήφανο και κοιτούσε το δωμάτιο με θαυμασμό και ικανοποίηση.
Στη συνέχεια, το μετέφερε στο σαλόνι και το τοποθέτησε πάνω σε ένα λευκό έπιπλο, δίπλα σε έναν ξύλινο, μαύρο τάρανδο. Όμως άλλαξε γνώμη. Αποφάσισε πως η θέση του έπρεπε να είναι πρωταγωνιστική. Έτσι, το έβαλε μπροστά από τον τάρανδο. Μέσα στο λευκό περιβάλλον, το δεντράκι λαμποκοπούσε από αυτοπεποίθηση.
Παρασυρμένη από τις απλές γραμμές και το υλικό του ξύλινου δέντρου, η οικοδέσποινα συνέχισε τα πειράματα διακόσμησης. Το τοποθέτησε μπροστά από ένα μεγάλο, λευκό φανάρι στο δάπεδο του χολ και μέσα στη βιτρίνα-βιβλιοθήκη της τραπεζαρίας.

Είχε σκοτεινιάσει πια, όταν το δεντράκι, υπό το φως ενός μαύρου φωτιστικού, βρέθηκε να ξεκουράζεται σε ένα ξύλινο κάδρο, στο γραφείο του σπιτιού. Ήταν κατάκοπο από το μακρύ ταξίδι. Και όμως, τοποθετημένο στην άκρη της κορνίζας, με φόντο έναν καφέ τοίχο, έκλεβε την παράσταση. Με την απλότητα του, τραβούσε την προσοχή, παρόλο που γύρω του υπήρχαν ένα σωρό διαφορετικά αντικείμενα.
Κουρασμένο, αλλά γεμάτο θαυμαστές εμπειρίες, κοίταξε την οικοδέσποινα που χαμογελούσε ικανοποιημένη. Και εκείνη τη στιγμή κατάλαβε. Συνειδητοποίησε πως από εδώ και πέρα το ταξίδι του θα επαναλαμβάνονταν κάθε χρόνο, τέτοια εποχή. Κατάλαβε πως όσο μικρό, απλό και αν ήταν άξιζε μια θέση στον κόσμο των Χριστουγέννων. Ευτυχισμένο, ακούμπησε στην άκρη της κορνίζας και αναφώνησε: