Τρεις εικονογραφήσεις για το μαύρο μας το χάλι.
Δεν γίνεται να μην το βλέπεις. Δεν γίνεται να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλο σου. Κάθε φορά, ή σχεδόν κάθε φορά, που ανοίγεις την τηλεόραση ή ακούς τις ειδήσεις σε κάποιο εμπορικό ραδιόφωνο κατακλύζεσαι από συναισθήματα άγχους, εκνευρισμού, φόβου και πανικού.
Ακόμα και αν είσαι εναλλακτικός τύπος και αποφεύγεις τα mainstream media, συναντάς τα γνώριμα αυτά συναισθήματα παντού. Όταν περπατάς στον δρόμο, στο κόκκινο φανάρι, στα μαγαζιά-επιχειρήσεις που έχουν κλείσει εδώ και καιρό, στα μάτια των περαστικών.
Στους πέντε ανθρώπους που θα ζητήσουν ελεημοσύνη σε μία σύντομη σου βόλτα. Στις τιμές στα σούπερ-μάρκετ, στο εισιτήριο στο λεωφορείο που σπάνια “χτυπάς”. Στα ποτήρια αλκοόλ που μετράς “να πάρω ακόμα ένα ποτό; θα μου φτάσουν τα χρήματα;”, όταν έχεις την ευκαιρία να βγεις. Στα μπάνια που δεν μπόρεσες να κάνεις φέτος το καλοκαίρι. Στις ευκαιρίες των εκπτώσεων και στα όρια ανάληψης κάθε εβδομάδα.
Και είναι τόσο αρνητικά τα συναισθήματα που σου μαυρίζουν την ψυχή και δύσκολα σε κάνουν να την δεις αλλιώς. Γιατί νιώθεις σαν έναν κάκτο με αγκάθια που σε έχει παγιδέψει ένα μεγάλο τέρας.
Άλλοτε πάλι συρρικνώνεσαι τόσο πολύ που χωράς σε ένα περίεργο δοχείο και κάποιος σε ταΐζει λίγο, λίγο με το σταγονόμετρο.
Το χειρότερο συναίσθημα όμως, έρχεται μετά. Μετά από τις άσχημες εικόνες στον δρόμο, από τις μίζερες σκέψεις και τις πολυάριθμες πράξεις λογαριασμών. Έρχεται στην επανάληψη. Την ώρα που θα δεις ξανά τον ζητιάνο, που θα ξαναδείς το λουκέτο σε μια επιχείρηση, που θα ξανασυναντήσεις τα ίδια αγχωμένα μάτια και θα ξαναχρησιμοποιήσεις το λεωφορείο χωρίς εισιτήριο…
Έρχεται το συναίσθημα του τίποτα. Της αναισθησίας. Σαν να έχεις μεταμορφωθεί σε ένα πλάσμα που τα τύμπανα της ελπίδας και της διάθεσης για δημιουργία μικραίνουν μέρα με την μέρα και χάνουν όλο και περισσότερο έδαφος.
Τότε είναι που πρέπει να ξυπνήσεις. Να ξυπνήσω. Να ξυπνήσω και να αναρωτηθώ
«Πως φτάσαμε ως εδώ;» και να αποφασίσω ότι δεν πρέπει να ξεχάσω, αλλά να νιώθω, να ελπίζω και να προσπαθώ.
Για το μαύρο χάλι. Για να γίνει τουλάχιστον, γκρι.