Βγήκα. Έκλεισα την πόρτα και έφυγα.
Δεν ήθελα να θυμάμαι. Δεν ήθελα να μυρίζω αντισηπτικό, πολλαπλά πλυμένες, υφασμάτινες μάσκες και κλεισούρα. Αρνιόμουν να σκεφτώ την απόλυτη ησυχία, τους αριθμούς, τις αποστάσεις και τα κατεβασμένα ρολά των καταστημάτων. Αγνοούσα επιδεικτικά τη μικροσκοπική τρύπα στο δεξί μου ώμο, το κόκκινο εξάνθημα που άφησε για μερικές ημέρες, το φόβο του υψηλού πυρετού και του έντονου ρίγους.
Βγήκα και δεν ήθελα να κοιτάξω πίσω μου. Ένιωθα την ανάγκη να βλέπω μόνο μπροστά. Να κοιτάω τον ήλιο του Μαΐου κατάματα και τις μέλισσες να βουίζουν γύρω από τα νεογέννητα άνθη. Τις βροχές του Ιουνίου που έφεραν χαλάζι, συννεφόκαμα και βόλτες στα βουβά καφενεία. Να χαζεύω τις βιτρίνες με τα γεμάτα καταστήματα και να γελώ συναντώντας άδειες πλατείες. Να παρατηρώ διαβάτες να σμίγουν τους αγγόνες τους και θαμώνες να φωνάζουν στον σερβιτόρο: «Παρακαλώ, άλλη μια μπύρα!»