Το βιβλιοπωλείο «Σωτήρ», μύριζε πάντα λιβάνι. Η παλιομοδίτικη βιτρίνα του, δεν άλλαζε σχεδόν ποτέ. Η βόλτα στην περιοχή της Αγίας Σοφίας για να το επισκεφθώ, πάντα η ίδια˙ γεμάτη αμηχανία. Κάθε τρεις μήνες, έκανα το χρέος μου. Πήγαινα στο χριστιανικό βιβλιοπωλείο για να πληρώσω τη συνδρομή της γιαγιάς μου, στο ομώνυμο περιοδικό που εξέδιδε.
Δε με ενοχλούσαν τα παρωχημένα εξώφυλλα των βιβλίων. Δε με τρόμαζαν οι υπάλληλοι με το γαλήνιο ύφος και τη σεμνή ένδυση ούτε οι μικρές, σκονισμένες αγιογραφίες. Όμως, κάθε φορά που άνοιγα την πόρτα της εισόδου, κάτι με απωθούσε έντονα.
Ίσως να ήταν το διαφορετικό περιβάλλον, ίσως η αίσθηση ότι όλα εξυπηρετούσαν ένα συγκεκριμένο σκοπό. Ίσως πάλι, η δική μου πίστη να μην ταίριαζε με αυτήν που συναντούσα εκεί. Πάντα όμως ένιωθα δυσφορία από τη μυρουδιά του ξένου και την εικόνα της εμμονής, που αντίκριζα.