Τέσσερις αφίσες, αφιερωμένες στις μηχανές των παιδικών μου αναμνήσεων.
Από μικρή, από τότε που άρχισα να ακούω και να βλέπω, ζω σε ένα μηχανικό περιβάλλον. Σε ένα κόσμο που κυριαρχούσε και κυριαρχεί η έννοια της μηχανής και που την αντιλαμβανόμουν με κάθε τρόπο.
Οχήματα, μηχανάκια, ηλεκτρικές συσκευές, ηχοσυστήματα, γεννήτριες, ταξίδια σε βαγόνια και αεροπλάνα, ηλεκτρονικά παιχνίδια και υπολογιστές. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, γνώρισα και ιδιαίτερες μηχανές, που δημιουργός τους ήταν ο πατέρας μου.
Ο Τάσος, ήταν μηχανουργός. Κατασκεύαζε μηχανές που συσκεύαζαν καπνά. Στα μάτια μου, φάνταζαν τεράστια τα έργα του και ακόμα περισσότερο οι μηχανές που χρησιμοποιούσε για να τα δημιουργήσει. Γερανοί, γρανάζια, τόρνοι, συσκευές συγκράτησης, διακόπτες, καλώδια, καβαλέτα και ότι μπορείς άλλο να φανταστείς, ήταν ο κόσμος του πατέρα μου. Ένας κόσμος γεμάτος γράσα, μηχανικούς ήχους και οσμές μετάλλου.
Όλα μου φαίνονταν υπερβολικά, γεμάτα δύναμη και ορμή. Το μηχανουργείο ήταν τεράστιο συγκριτικά με το μικρό μου μέγεθος και τα επιβλητικά μηχανήματα, το μεταμόρφωναν σε ένα μυθικό μέρος. Όταν έβλεπα τον πατέρα μου μέσα σε αυτόν το χώρο, τον αντιμετώπιζα σαν υπερήρωα που μπορεί να δαμάσει τα μηχανικά τέρατα και ένιωθα υπερβολική ασφάλεια.
Οι επισκέψεις μου στο μηχανουργείο γινόταν κυρίως τις Κυριακές, που όλα ήταν ήσυχα και ειρηνικά. Το πρώτο που έκανα πάντα, ήταν να πραγματοποιώ μια αναγνωριστική βόλτα στο χώρο και να χαιρετώ τα μηχανικά τέρατα. Τα καλόπιανα, άγγιζα τα κουμπιά και τους τροχαλίες και συστηνόμουν από την αρχή. Τους υπενθύμιζα ότι είμαι η κόρη του γητευτή των μηχανών και ότι θα έπρεπε να τα έχουν καλά μαζί μου.
Στη συνέχεια, άρπαζα τις κιμωλίες που υπήρχαν άπλετες στο χώρο, μιας και ο πατέρας μου τις χρησιμοποιούσε για να κάνει πρόχειρα σχέδια και να κρατάει σημειώσεις πάνω στις επιφάνειες τους και ξεκινούσα τη ζωγραφική. Σχεδίαζα ότι μου περνούσε από το μυαλό. Νεράιδες και τέρατα, πουλιά σε ηλιόλουστους ουρανούς και υπερήρωες που σώζουν μικρά κοριτσάκια. Περνούσα φανταστικά ανάμεσα στις μηχανές και δεν σταματούσα να σχεδιάζω αν δεν με τσάκωνε ο πατέρας μου να έχω καλύψει με τις κιμωλίες, επιφάνειες που δεν θα έπρεπε να τις πλησιάσω. Η κατσάδα τότε, έπεφτε βροχή αλλά τελείωνε πάντα με ένα κέρασμα. Κόκα κόλα σε γυάλινο μπουκάλι. Καθόμουν λοιπόν στην άκρη ενός πάγκου και πίνοντας γουλιά-γουλιά το αναψυκτικό μου, χαμογελούσα ευχαριστημένη που βρισκόμουν εκεί. Στον υπέροχο κόσμο των μηχανών.
Αυτόν τον μηχανικό κόσμο, έφερα στο μυαλό μου σήμερα και αποφάσισα να τον εκφράσω μέσα από τέσσερις αφίσες. Να παρουσιάσω το επάγγελμα του πατέρα μου, μέσα από την δική μου επαγγελματική ιδιότητα ως γραφίστρια. Ελεύθερα, με αισθήματα νοσταλγίας και απέραντης αγάπης τόσο για τον κόσμο των μηχανών όσο και για τον πατέρα μου.
Αν έχεις και εσύ παρόμοιες αναμνήσεις από το επάγγελμα των γονιών σου και θες να τις θυμηθείς, ρίξε μια ματιά στον παιδικό μου κόσμο και είμαι σίγουρη πως μηχανικά, θα οδηγηθείς στις δικές σου αναπολήσεις.
Καλό ταξίδι.