«Θέλω απλά να τελειώσει…»
Να ξυπνήσω ένα πρωί και να νιώσω παράξενα, διαφορετικά. Να σηκωθώ από το κρεβάτι και να ακούσω τα πουλιά να κελαηδούν σε μια άλλη μελωδία. Οι ηλιαχτίδες να φθάνουν μέχρι το εσωτερικό του σπιτιού και να χαϊδεύουν απαλά το πρόσωπο μου. Η βρύση να μη στάζει πια.
Να ανοίξω την τηλεόραση και τα κανάλια να εκπέμπουν μόνο μουσική. Να πατάω μανιωδώς το τηλεχειριστήριο και έκπληκτη να συνειδητοποιήσω, πως η αναμετάδοση των νέων της πανδημίας έχει εξαφανιστεί δια μαγείας.
Να τρέξω στο μπαλκόνι, γεμάτη αγωνία και να δω τους περαστικούς να περπατούν ανέμελα και τα χαμόγελα τους να λάμπουν στον ήλιο. Να ανοίξω διάπλατα τα μάτια μου και να τους παρατηρώ έναν-έναν, αδύναμη να δεχτώ την αλλαγή. Μικρή και ανήμπορη να συλλάβω το θαύμα.
Και όταν επιτέλους αποφασίσω να βγω έξω, να αφήσω τη μάσκα πάνω στο έπιπλο του χολ. Να ρισκάρω.
Να πατήσω το πόδι μου στο πεζοδρόμιο και να μην ξέρω κατά που να πάω. Να σκέφτομαι αν θα πρέπει να κατευθυνθώ στο κέντρο της πόλης ή να τραβήξω ανατολικά, προς τη θάλασσα.
Να αναπνεύσω τον αέρα και να τον νιώσω να κατακλύζει τα ρουθούνια και τα σωθικά μου. Να αναπνέω και να βλέπω τους περαστικούς στο στόμα.